- ουρανοξύστης
- ομτφ., ψηλότατο οικοδόμημα με πολλούς ορόφους που το ύψος του είναι τόσο, ώστε δίνει την εντύπωση πως ξύνει, αγγίζει τον ουρανό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουρανοξύστης — Πολυώροφο κτίριο με ύψος κατά πολύ ανώτερο από το μέσο όρο. Η ονομασία προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου sky scraper. Ποικίλοι είναι οι λόγοι που, σε ορισμένες αστικές περιοχές, επέβαλαν την κατασκευή ο. Από τους πιο σημαντικούς είναι … Dictionary of Greek
Μιλάνο — (Milano). Πόλη (1.182.693 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.762 τ.χλμ.) και της Λομβαρδίας (8.922.463 κάτ.). Είναι το κυριότερο οικονομικό κέντρο της χώρας και το μεγαλύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό της συγκρότημα μετά … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
Μάριν, Τζον — (John Marin, Ράδερφορντ, Νιου Τζέρσι 1870 – 1953). Αμερικανός ζωγράφος. Φοίτησε στη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσιλβάνια (1889 1901). Το 1905 ταξίδεψε στο εξωτερικό για τέσσερα χρόνια, όπου σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα γνώρισε τα… … Dictionary of Greek